Η Καλλιτεχνική της Πορεία: Ντιάνα Αντωνακάτου (1921–2011)
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Πρωτότοκη κόρη της Αφροδίτης και του Γεράσιμου Αντωνακάτου από τα Βιλλατώρια Ανω(γ)ής (Παλική), γεννήθηκε στον Πειραιά, σύμφωνα με πιστοποιητικό του Ληξιαρχείου της πόλης αυτής, τις 25 Σεπτεμβρίου 1920, απεβίωσε δε στο Ληξούρι τις 7 Οκτωβρίου 2011. Φοίτησε στο Γ’ Γυμνάσιο Θηλέων Αθηνών από το οποίο αποφοίτησε το 1943 με βαθμό «Λίαν Καλώς» 17 και 4/11. Το ακαδημαϊκό έτος 1943-1944 άρχισε σπουδές στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με το όνομα Καλλιρρόη Γερασίμου Αντωνακάτου. Φοίτησε το διάστημα 1943-1948, αλλά το Δίπλωμα Ζωγραφικής και το Πιστοποιητικό Θεωρητικών και Ιστορικών Σπουδών εκδόθηκαν το 1954. Κατά την αποφοίτησή της τιμήθηκε με βραβείο σε διαγωνισμό ζωγραφικής σύνθεσης και μοιράστηκε το Δημοκωστούλειο έπαθλο με τον συμφοιτητή της Ι. Γιατζή. Όταν σπούδαζε δίδασκαν ζωγραφική στη Σχολή οι Επαμεινώνδας Θωμόπουλος, Ανδρέας Γεωργιάδης ο Κρής, Παύλος Μαθιόπουλος, Ουμβέρτος Αργυρός, Δημήτριος Μπισκίνης, Κωνσταντίνος Παρθένης και από την τελευταία χρονιά των σπουδών της ο Γιάννης Μόραλης. Στο Μητρώο Σπουδαστών φέρεται εγγεγραμμένη στο Εργαστήριο του Παρθένη, τον οποίο όμως, κατά δική της ομολογία, παρακολούθησε μικρό μόνο διάστημα πριν αυτός παραιτηθεί το 1947. Ίσως παρακολούθησε κάποιον από τους υπόλοιπους συντηρητικούς καθηγητές, πιθανότατα τον Ουμβέρτο Αργυρό. Φοίτησε και στο Εργαστήριο Χαρακτικής του Γιάννη Κεφαλληνού, ενώ διδάχτηκε Ιστορία της Τέχνης από τον Παντελή Πρεβελάκη.
ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ
Δυναμική είσοδο στην καλλιτεχνική σκηνή του τόπου πραγματοποίησε η Ντιάνα το 1950-51. Η εμφάνισή της δεν πέρασε απαρατήρητη και όλοι οι διακεκριμένοι ιστορικοί της τέχνης και τεχνοκρίτες της εποχής αναφέρθηκαν με θετικά σχόλια στο έργο της, το οποίο προς το παρόν παραμένει άγνωστο σε μάς. Στα σχετικά δημοσιεύματα στον Τύπο της εποχής, όλοι επεσήμαναν το ζωηρό χρώμα της και το φως στα έργα της, ενώ ο Μαρίνος Καλλιγάς προέβλεψε «μια εξαιρετική εξέλιξη», η οποία πράγματι διαπιστώθηκε στα έργα της δεκαετίας του 1960, αν κρίνουμε από παρατήρηση του Γιώργου Πετρή, ο οποίος διέκρινε «μια καινούρια περίοδο στη δουλειά της». Τα μοναδικά έργα που γνωρίζουμε από τη δεκαετία του 1950 είναι εκείνα που περιέχονται στο Λεύκωμα Κεφαλονιά, στο οποίο θα αναφερθούμε εκτενέστερα παρακάτω.
Τη δεκαετία 1970 εμφανίζεται διαμορφωμένο το στυλ της, όπως το γνωρίσαμε στις εκθέσεις στο πατρικό της σπίτι στα Βιλλατώρια τα καλοκαίρια από το 1990 μέχρι το 2011. Για όλες τις προηγούμενες δεκαετίες τα έργα της είναι διάσπαρτα σε διάφορες ιδιωτικές και δημόσιες συλλογές και μπορούμε να σχηματίσουμε προς το παρόν μια εικόνα μόνο από εκείνα που δημοσιεύτηκαν στα «Λευκώματά» της, τα folia και άλλα έντυπα. Για παράδειγμα το 1974 φιλοτέχνησε το Ημερολόγιο της Αγροτικής Τράπεζας, με γυναικείες μορφές από τον χώρο της βιοπάλης στην ύπαιθρο και από όλη την Ελλάδα.
Τα έργα που περιέχονται σε αυτό το Ημερολόγιο καθώς και σε όλες τις σχετικές συνθέσεις, οι γυναίκες του μόχθου απεικονίζονται μέσα στον πραγματικό χώρο εργασίας τους, όπως συμβαίνει σε όλα τα έργα της με ανθρώπινες μορφές (εικ. 1). Δηλαδή, η κάθε μορφή συνδυάζεται με το περιβάλλον που της ταιριάζει, ώστε να ζει και να απολαμβάνει τον χώρο της, να τον νοηματοδοτεί και να προικοδοτείται η ίδια από ιδιότητες που απορρέουν από αυτό τον χώρο. Εκείνο, όμως που κατ’ εξοχήν ενδιαφέρει τη ζωγράφο, είναι να εξαρθεί η σχέση τής κάθε μορφής με τον χώρο και η ένταση από την εργασία και τον μόχθο. Γι’ αυτό κύριο μέλημά της και με κύρια μορφοπλαστική αξία το χρώμα, είναι η έκφραση, η αναγωγή των μορφών σε σύμβολα, η αρμονία του συνόλου.
Στα έργα της δεκαετίας 1970, διακρίνονται απηχήσεις από το έργο των τοπιογράφων της Γενιάς του ’30, όπως του Αγήνορα Αστεριάδη ή του Σπύρου Παπαλουκά. Για παράδειγμα στην ΄Αποψη του τοπίου της Μονής Μπεζενίκου( εικ. 2) η σύνθεση αναπτύσσεται χαρτογραφικά χωρίς να ενδιαφέρεται η ζωγράφος για την ψευδαισθησιακή απεικόνιση του χώρου με βάση την προοπτική. Πρόκειται για εξαίρετο ασπρόμαυρο σχέδιο με πενάκι που απηχεί τα διδάγματα του καθηγητή της στη χαρακτική, Γιάννη Κεφαλληνού.
Εικόνα.1: Όλες οι δουλειές δίνουν χαρά στ’ άξια χέρια (Καλόγριες της Μονής Καλτετζών σε αγροτική εργασία, αναδημοσίευση από: Ντιάνας Αντωνακάτου – Τάκη “Μαύρου, Ελληνικά Μοναστήρια Πελοπόννησος , τόμος Β΄ , Αρκαδία, Αθήνα 1979, σ. 87).
Εικόνα 2: ΄Αποψη του τοπίου της Μονής Μπεζενίκου, πενάκι, ασπρόμαυρο (αναδημοσίευση από : Ντιάνας Αντωνακάτου – Τάκη Μαύρου, Ελληνικά Μοναστήρια Πελοπόννησος , τόμος Β΄ Μονές Αρκαδίας, Αθήνα 1979, σ. 69).
Στη δεκαετία του 1980 συνεχίζει την τοπιογραφία, αλλά εμπλουτίζει τη θεματογραφία της και με Εσωτερικά, ένα ζωγραφικό είδος που της δίνει την ευκαιρία να αποκαλύψει τη συνθετική της ικανότητα και να εκφράσει την ευαισθησία της και την αγάπη της για ό,τι καθαγίασε ο χρόνος και σφράγισε με την παρουσία του και το άγγιγμά του ο άνθρωπος (πίν. 19, 36). Από την πρώτη της εμφάνιση και σποραδικά όλα τα κατοπινά χρόνια έστρεφε την προσοχή της και προς την ανθρώπινη μορφή ως προσωπογραφία. Αν και είναι φανερή η προσπάθειά της να ψυχολογήσει τους εικονιζομένους, οι προσωπογραφίες της δεν φθάνουν στο ύψος των λοιπών συνθέσεων με τις οποίες ασχολήθηκε. Ωστόσο η Προσωπογραφία του Αρχιμανδρίτη Γεράσιμου Κεφαλά (εικ. 3) συνιστά μια ευτυχισμένη στιγμή της προσωπογραφικής της δραστηριότητας. Στη δεκαετία 1990 συνεχίζει τα προηγούμενα θέματα, με έμφαση πάντα στην τοπιογραφία, αποδίδει μνημειακά και με έντονο ρεαλισμό ανθρώπους του μόχθου και μορφές της καθημερινότητας (πίν. 37,39). Καθώς η φεμινιστική ματιά είναι πάντα παρούσα στο έργο της ζωγραφίζει ιδιαίτερα γυναίκες-τύπους που ανυψώνονται σε σύμβολα σωματικής δύναμης και ψυχικής αντοχής. (εικ. 4). Από το 1990 και έως το 2011 οργανώνει εκθέσεις στο σπίτι της στα Βιλλατώρια, μια πρακτική που προσελκύει το ενδιαφέρον Ελλήνων και αλλοδαπών, δημιουργώντας μια ασυνήθιστη κίνηση στο χωριό και εισάγοντας νέες έννοιες στο καθημερινό λεξιλόγιο απλοϊκών ανθρώπων. Πρόκειται για ώριμα έργα της Ντιάνας, στα οποία αποτυπώνονται τα ουσιαστικά γνωρίσματα του τοπίου και ταξιδεύουν τον θεατή τους σε κόσμους ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Με χρώματα ζωηρά αποδίδει το φως του Ιονίου και παρέχει εικόνες ευφρόσυνες, δοξαστικές και ιδανικές, ενώ με γρήγορες, ελεύθερες πινελιές μεταφέρει στη ζωγραφική επιφάνεια τους κραδασμούς της ψυχής της μπροστά στη θέα της πατρώας γης και της φύσης. Ζωγραφίζοντας μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953 και εν μέσω της ανοικοδόμησης, η Ντιάνα έχει συνείδηση ότι συμβάλλει στη διατήρηση της μνήμης, «που κρατάει ολοκάθαρη, ιδανική, σαν σ’ επιτύμβια πλάκα σκαλισμένη τη μορφή του χαμένου μας τόπου [ … ]». Και έτσι ιδανική προσπάθησε να αποδώσει με επιμελημέχο σχέδιο και προπαντός με ζωηρά και θερμά χρώματα τη μορφή των τοπίων, να λούζονται στο φως, το κύριο συστατικό όλου του έργου της. Οι κεφαλονίτικες εικόνες του ομώνυμου Λευκώματος , με το συγκρατημένο σχέδιο που φθάνει ως τη λεπτότητα του μικρογράφου (Πίν. 43) και τα φωτεινά χρώματα, προαναγγέλλουν την έκρηξη της παλέττας της κατά τις επόμενες δεκαετίες. Το τοπιογραφικό κυρίως έργο της την κατατάσσει στους σημαντικότερους Έλληνες μεταπολεμικούς τοπιογράφους και ερμηνευτές του φωτός του Ιονίου. Το ζωηρό και καθαρό κίτρινο της ώχρας της έχει απορροφήσει όλο το φως και τη ζέση του ήλιου, ώστε να δομεί ευφρόσυνα τοπία που η θέα τους θερμαίνει και τις ψυχές κάθε θεατή των πινάκων της.
Εικόνα 3: Προσωπογραφία του Αρχιμανδρίτη Γεράσιμου Κεφαλά, ante quem 1968, guache σε ειδικό χαρτόνι, 49,8χ34 εκ., Αργοστόλι, Κοργιαλένειο Μουσείου, δωρεά του εικονιζομένου, Α.Μ.198.1968
Εικόνα 4: Ελένη, ελαιογραφία σε καμβά, 1994
ΤΟ ΛΕΥΚΩΜΑ κΕΦΑΛΟΝΙΑ
Το Λεύκωμα Κεφαλονιά, που κυκλοφορήθηκε το 1957 με εισαγωγή του Δημήτρη Σ. Λουκάτου, εκδόθηκε, σύμφωνα μ ε τον Κολοφώνα του βιβλίου, «με τη συμπαράσταση του Συλλόγου των Αποφοίτων του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών και με τη βοήθεια του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, των συνδρομητών και της Επιτροπής του Κληροδοτήματος του Παναγή Βαλλιάνου που αγόρασε όλα τα πρωτότυπα των εικόνων». Περιέχει τα έργα, τα οποία εκτίθενται στην παρούσα έκθεση με τον τίτλο Η Κεφαλονιά της Ντιάνας. Πρόκειται για 44 αδιαφανείς υδατογραφίες (gouache), οι οποίες αποδίδουν όψεις του κεφαλονίτικου τοπίου (αστικού και υπαίθρου) και από τις τρεις επαρχίες του νησιού, καθώς και ευάριθμα εσωτερικά (πίνακες 1-44). Συχνά τα τοπία εμψυχώνονται διακριτικά με καθημερινές σκηνές που ενισχύουν την εικόνα χωρίς να την οικειοποιούνται, ενώ οι άνθρωποι εμφανίζονται σε αρμονία με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Τα περισσότερα τοπία που επέλεξε να ζωγραφίσει είναι χαρακτηριστικά τοπόσημα, τα οποία κάθε Κεφαλονίτης γνωρίζει ή επιθυμεί να θυμάται. Η ίδια γράφει στον πρόλογο: « [ … ] εγώ προσφέρω με συγκίνηση και υπερηφάνεια τα χαρακτηριστικά του νησιού μου, που οι άπειρες περιπέτειές του δεν τ’ αλλοίωσαν, μόνο βάθηναν πιο πολύ την τραχύτητά τους, πλούτισαν περσότερο την έκφρασή τους και στέριωσαν τη δύναμή τους».
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΒΙΒΛΙΩΝ (από τη Βιβλιοθήκη του Κοργιαλενείου Μουσείου)
1. Ντιάνας Αντωνακάτου Κεφαλονιά, Κείμενα και Εικόνες, Εισαγωγή από τον Δημ. Σ. Λουκάτο, Αθήνα 1957, 42×31,3 εκ. 2.Ντιάνας Αντωνακάτου, Επτάνησα Κείμενα και Εικόνες, απόδοση στα Αγγλικά Βενετίας Καπετανάκη, Αθήνα Δεκ. 1965, 37,2×42 εκ. 3.Ντιάνας Αντωνακάτου, Αργολίδα Κείμενα και Εικόνες, απόδοση στα Αγγλικά Βενετίας Καπετανάκη, Αθήνα, 1967, χ.σ. 34,5×40,5 εκ. 4.Ντιάνας Αντωνακάτου, Ναύπλιον Κείμενα και Εικόνες, απόδοση στα Αγγλικά Βενετίας Καπετανάκη, Αθήνα, Δεκ. 1970, χ.σ. 30×33.5 εκ. 5. Ντιάνας Αντωνακάτου – Τάκη Μαύρου, Ελληνικά Μοναστήρια Πελοπόννησος, τόμος Α΄, Αθήνα 1976, 34,7×26,4 εκ. 6. Ντιάνας Αντωνακάτου – Τάκη Μαύρου, Ελληνικά Μοναστήρια Πελοπόννησος, τόμος Β΄, Μονές Αρκαδίας, Αθήνα 1979, 34,6×27 εκ. 7. Ντιάνας Αντωνακάτου, Ναύπλιο 88 Κείμενα και Εικόνες, απόδοση στα Αγγλικά Βενετίας Καπετανάκη, Αθήνα 1988, 32,5×30,5 εκ. 8. Αφιέρωμα στο Ναύπλιο, 24 ασπρόμαυρα σχέδια της Ντιάνας Αντωνακάτου, 1995, 34×48,5 εκ. 9.Ντιάνα Αντωνακάτου, Στην Κεφαλονιά 20 Καλοκαίρια 1990-2009… με φως… και χρώμα, Αθήνα, 2010.
